- διάξυλο
- το (Α διάξυλον)1. γερό ξύλινο δοκάρι καταστρώματος που συνδέει δύο στύλους (κν. μπίντα)2. οριζόντιο δοκάρι, κν. τραβέρσα3. κοινή ονομασία τού φυτού ασπάλαθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek